κληματίτις

κληματίτις
κληματῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.)
2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. κεγχρ-ίτις, κεντρ-ίτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κληματῖτις — with long climbing branches fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματῖτιν — κληματῖτις with long climbing branches fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστολοχία — (aristolochia). Γένος πολυετών, ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιιδών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών. Η α. χαρακτηρίζεται από υπόγειο έρπον ρίζωμα από το οποίο βγαίνουν κατακόρυφοι όρθιοι ή περιελισσόμενοι… …   Dictionary of Greek

  • κληματίτιδα — κληματί̱τιδα , κληματῖτις with long climbing branches fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματίτιδος — κληματί̱τιδος , κληματῖτις with long climbing branches fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”